Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σώματος ῥυάδος γενομένου

См. также в других словарях:

  • ρυάδα — η / ῥυάς, άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια τού τριχωτού τής κεφαλής, τριχόπτωση β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»